σαλτιμπάγκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλτιμπάγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική saltimbanco < από τη φράση: «salta in banco»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sal.tiˈbaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαλ‐τι‐μπά‐γκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλτιμπάγκος αρσενικό
- υπαίθριος ταχυδακτυλουργός, γελωτοποιός ή ακροβάτης
- ⮡ κατάπινα σπαθιά σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών (Βάρναλης)
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος χωρίς αρχές, κατεργάρης, αναξιοπρεπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλτιμπάγκος
|