σαλατιέρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλατιέρα | οι | σαλατιέρες |
γενική | της | σαλατιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σαλατιέρα | τις | σαλατιέρες |
κλητική | σαλατιέρα | σαλατιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
σαλατιέρα < σαλάτ(α) + -ιέρα[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαλατιέρα θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 «σαλατιέρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.