γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σαβακός σαβακή τὸ σαβακόν
      γενική τοῦ σαβακοῦ τῆς σαβακῆς τοῦ σαβακοῦ
      δοτική τῷ σαβακ τῇ σαβακ τῷ σαβακ
    αιτιατική τὸν σαβακόν τὴν σαβακήν τὸ σαβακόν
     κλητική ! σαβακέ σαβακή σαβακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σαβακοί αἱ σαβακαί τὰ σαβακᾰ́
      γενική τῶν σαβακῶν τῶν σαβακῶν τῶν σαβακῶν
      δοτική τοῖς σαβακοῖς ταῖς σαβακαῖς τοῖς σαβακοῖς
    αιτιατική τοὺς σαβακούς τὰς σαβακᾱ́ς τὰ σαβακᾰ́
     κλητική ! σαβακοί σαβακαί σαβακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σαβακώ τὼ σαβακᾱ́ τὼ σαβακώ
      γεν-δοτ τοῖν σαβακοῖν τοῖν σαβακαῖν τοῖν σαβακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαβακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σαβακός, -ή, -όν

  1. κατακερματισμένος, κατερειπωμένος, κομματιασμένος
  2. (μεταφορικά) εξασθενημένος, μαλθακός