σάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάλα | οι | σάλες |
γενική | της | σάλας | — | |
αιτιατική | τη | σάλα | τις | σάλες |
κλητική | σάλα | σάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sala
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγάλη αίθουσα
δωμάτιο
→ δείτε τη λέξη σαλόνι |