ρωγμόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρωγμόμετρο | τα | ρωγμόμετρα |
γενική | του | ρωγμόμετρου & ρωγμομέτρου |
των | ρωγμόμετρων & ρωγμομέτρων |
αιτιατική | το | ρωγμόμετρο | τα | ρωγμόμετρα |
κλητική | ρωγμόμετρο | ρωγμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρωγμόμετρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) ειδικό μηχάνημα που μετρά τις ρωγμές ή τις ρωγματώσεις που δημιουργούνται ή πόσο αυτές διευρύνονται
- Επιπλέον για σήμερα έχει προγραμματιστεί η εγκατάσταση επιπλέον 10 αισθητήρων, αλλά και ρωγμομέτρων για την παρακολούθηση τυχόν εξέλιξης υφιστάμενων ρωγμών μεγάλου εύρους σε δομικά στοιχεία των εγκάρσιων διαφραγμάτων. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρωγμόμετρο
|