ρούμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρούμι | τα | ρούμια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρούμι | τα | ρούμια |
κλητική | ρούμι | ρούμια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρούμι < (άμεσο δάνειο) ιταλική rum < αγγλική rum < rumbullion
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρούμι ουδέτερο
- οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από απόσταξη μελάσας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρούμι στη Βικιπαίδεια