↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουμπρίκα οι ρουμπρίκες
      γενική της ρουμπρίκας των ρουμπρικών
    αιτιατική τη ρουμπρίκα τις ρουμπρίκες
     κλητική ρουμπρίκα ρουμπρίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουμπρίκα < (λόγιο δάνειο) ιταλική rubrica[1] < λατινική rubrica εννοείται η λέξη: terra (κοκκινόχωμα, επιγραφή νόμου με κόκκινα γράμματα) < ruber (ερυθρός, κόκκινος)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾuˈbɾi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐μπρί‐κα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουμπρίκα θηλυκό

  1. τακτικό δημοσίευμα με ορισμένη θεματολογία
  2. (τυπογραφία) διακοσμητικό σχέδιο στην αρχή ή το τέλος κεφαλαίων ενός βιβλίου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ρουμπρίκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.