Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρουβιδιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρουβιδιούχ
ος
η
ρουβιδιούχ
α
το
ρουβιδιούχ
ο
γενική
του
ρουβιδιούχ
ου
της
ρουβιδιούχ
ας
του
ρουβιδιούχ
ου
αιτιατική
τον
ρουβιδιούχ
ο
τη
ρουβιδιούχ
α
το
ρουβιδιούχ
ο
κλητική
ρουβιδιούχ
ε
ρουβιδιούχ
α
ρουβιδιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρουβιδιούχ
οι
οι
ρουβιδιούχ
ες
τα
ρουβιδιούχ
α
γενική
των
ρουβιδιούχ
ων
των
ρουβιδιούχ
ων
των
ρουβιδιούχ
ων
αιτιατική
τους
ρουβιδιούχ
ους
τις
ρουβιδιούχ
ες
τα
ρουβιδιούχ
α
κλητική
ρουβιδιούχ
οι
ρουβιδιούχ
ες
ρουβιδιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρουβιδιούχος
<
ρουβίδιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
ρουβιδιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
ρουβιδίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρουβιδιούχος