Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ρομφαιοφόρος το ρομφαιοφόρο
      γενική του/της ρομφαιοφόρου του ρομφαιοφόρου
    αιτιατική τον/τη ρομφαιοφόρο το ρομφαιοφόρο
     κλητική ρομφαιοφόρε ρομφαιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρομφαιοφόροι τα ρομφαιοφόρα
      γενική των ρομφαιοφόρων των ρομφαιοφόρων
    αιτιατική τους/τις ρομφαιοφόρους τα ρομφαιοφόρα
     κλητική ρομφαιοφόροι ρομφαιοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρομφαιοφόρος < ρομφαία + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

ρομφαιοφόρος, -ος, -ο

  • αυτός που φέρει / κρατά / είναι οπλισμένος με ρομφαία

  Μεταφράσεις επεξεργασία