Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρομφαία οι ρομφαίες
      γενική της ρομφαίας των ρομφαιών
    αιτιατική τη ρομφαία τις ρομφαίες
     κλητική ρομφαία ρομφαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ρομφαία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρομφαία < (ελληνιστική κοινή) ῥομφαία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρομφαία θηλυκό

  • όπλο των Θρακών της αρχαιότητας και του βυζαντινού στρατού με πλατιά λεπίδα που κατέφερε ισχυρά πλήγματα

Σημειώσεις επεξεργασία

Η λέξη χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στον εκκλησιαστικό λόγο είτε ως η πύρινη ρομφαία των Χερουβείμ είτε μεταφορικά ως έκφραση της θεϊκής δικαιοσύνης.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία