↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρομβικός η ρομβική το ρομβικό
      γενική του ρομβικού της ρομβικής του ρομβικού
    αιτιατική τον ρομβικό τη ρομβική το ρομβικό
     κλητική ρομβικέ ρομβική ρομβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρομβικοί οι ρομβικές τα ρομβικά
      γενική των ρομβικών των ρομβικών των ρομβικών
    αιτιατική τους ρομβικούς τις ρομβικές τα ρομβικά
     κλητική ρομβικοί ρομβικές ρομβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρομβικός < ρόμβος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ρομβικός

  • ο σχετικός με ρόμβο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία