↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροζιάρικος η ροζιάρικη το ροζιάρικο
      γενική του ροζιάρικου της ροζιάρικης του ροζιάρικου
    αιτιατική τον ροζιάρικο τη ροζιάρικη το ροζιάρικο
     κλητική ροζιάρικε ροζιάρικη ροζιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροζιάρικοι οι ροζιάρικες τα ροζιάρικα
      γενική των ροζιάρικων των ροζιάρικων των ροζιάρικων
    αιτιατική τους ροζιάρικους τις ροζιάρικες τα ροζιάρικα
     κλητική ροζιάρικοι ροζιάρικες ροζιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροζιάρικος < ροζιάρης + -ικος < ρόζος

  Επίθετο

επεξεργασία

ροζιάρικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία