ροδόνερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροδόνερο | τα | ροδόνερα |
γενική | του | ροδόνερου | των | ροδόνερων |
αιτιατική | το | ροδόνερο | τα | ροδόνερα |
κλητική | ροδόνερο | ροδόνερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾoˈðo.ne.ɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροδόνερο ουδέτερο
- απόσταγμα από ρόδα, από τριαντάφυλλα