Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ροδόσταμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ροδόσταμ
ο
τα
ροδόσταμ
α
γενική
του
ροδόσταμ
ου
των
ροδόσταμ
ων
αιτιατική
το
ροδόσταμ
ο
τα
ροδόσταμ
α
κλητική
ροδόσταμ
ο
ροδόσταμ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ροδόσταμο
<
ροδόσταμα
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ροδόσταμο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
ροδόσταγμα
Σε πότισα
ροδόσταμο
, με πότισες φαρμάκι, / της παγωνιάς
αϊτόπουλο
, της ερημιάς γεράκι.
(Από το τραγούδι
Σε πότισα ροδόσταμο
, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ροδόσταμο
→
δείτε
τις λέξεις
ροδόνερο
και
ροδέλαιο