Δείτε επίσης: ρίνισμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρινισμός οι ρινισμοί
      γενική του ρινισμού των ρινισμών
    αιτιατική τον ρινισμό τους ρινισμούς
     κλητική ρινισμέ ρινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρινισμός < ρίνα + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρινισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η διαταραχή αυτή είναι διάφορη του ένρινου λόγου ή ρινολαλιάς.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία