ρινολαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρινολαλιά | οι | ρινολαλιές |
γενική | της | ρινολαλιάς | των | ρινολαλιών |
αιτιατική | τη | ρινολαλιά | τις | ρινολαλιές |
κλητική | ρινολαλιά | ρινολαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρινολαλιά θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρινολαλιά
|