↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριζώδης η ριζώδης το ριζώδες
      γενική του ριζώδους της ριζώδους του ριζώδους
    αιτιατική τον ριζώδη τη ριζώδη το ριζώδες
     κλητική ριζώδη(ς) ριζώδης ριζώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριζώδεις οι ριζώδεις τα ριζώδη
      γενική των ριζωδών των ριζωδών των ριζωδών
    αιτιατική τους ριζώδεις τις ριζώδεις τα ριζώδη
     κλητική ριζώδεις ριζώδεις ριζώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ριζώδης αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο [ριζώδης, ριζώδης, ριζώδες]

  1. που έχει τον ρόλο ρίζας ή αποτελεί τμήμα της
    • ριζώδης καρπός (μεταφορικά καρπός που εδώ σημαίνει φαγώσιμη ψίχα)
  2. που μοιάζει με ρίζα ή έχει υφή ρίζας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία