ριζώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ριζώδης | η | ριζώδης | το | ριζώδες |
γενική | του | ριζώδους | της | ριζώδους | του | ριζώδους |
αιτιατική | τον | ριζώδη | τη | ριζώδη | το | ριζώδες |
κλητική | ριζώδη(ς) | ριζώδης | ριζώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ριζώδεις | οι | ριζώδεις | τα | ριζώδη |
γενική | των | ριζωδών | των | ριζωδών | των | ριζωδών |
αιτιατική | τους | ριζώδεις | τις | ριζώδεις | τα | ριζώδη |
κλητική | ριζώδεις | ριζώδεις | ριζώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαριζώδης αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο [ριζώδης, ριζώδης, ριζώδες]
- που έχει τον ρόλο ρίζας ή αποτελεί τμήμα της
- ριζώδης καρπός (μεταφορικά καρπός που εδώ σημαίνει φαγώσιμη ψίχα)
- που μοιάζει με ρίζα ή έχει υφή ρίζας