ρεζεντά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρεζεντά θηλυκό
- (φυτό) ποώδες αρωματικό φυτό, του γένους Reseda, με φύλλα που πλαισιώνουν ελικωτά τον βλαστό και άνθη που σχηματίζουν στάχυ και θεραπευτικές ιδιότητες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Reseda (plant) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)