→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεζεδάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική réséda < λατινική resedo (ανακουφίζω, ηρεμώ)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεζεδάς αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)