↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραφιγραφικός η ραφιγραφική το ραφιγραφικό
      γενική του ραφιγραφικού της ραφιγραφικής του ραφιγραφικού
    αιτιατική τον ραφιγραφικό τη ραφιγραφική το ραφιγραφικό
     κλητική ραφιγραφικέ ραφιγραφική ραφιγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραφιγραφικοί οι ραφιγραφικές τα ραφιγραφικά
      γενική των ραφιγραφικών των ραφιγραφικών των ραφιγραφικών
    αιτιατική τους ραφιγραφικούς τις ραφιγραφικές τα ραφιγραφικά
     κλητική ραφιγραφικοί ραφιγραφικές ραφιγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραφιγραφικός < ραφιγράφος / ραφιγραφία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ραφιγραφικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ραφιγραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)