Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραπανάκι τα ραπανάκια
      γενική
    αιτιατική το ραπανάκι τα ραπανάκια
     κλητική ραπανάκι ραπανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ραπανάκια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραπανάκι < ραπάν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.paˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐πα‐νά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραπανάκι ουδέτερο

  1. (φυτό) υποκοριστικό του ραπάνι, ραπάνι μικρού μεγέθους
  2. (λαχανικό) ραπάνι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (ψωμί τυρί δεν έχουμε,) ραπανάκια για την όρεξη: όταν θέλουμε να δείξουμε ότι μας παρέχουν κάτι τη στιγμή που μας λείπουν βασικά πράγματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία