ρεπανάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεπανάκι | τα | ρεπανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρεπανάκι | τα | ρεπανάκια |
κλητική | ρεπανάκι | ρεπανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεπανάκι < ρεπάν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.paˈna.ci/
- {[συλλ|ρε|πα|νά|κι}}
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεπανάκι ουδέτερο
- (φυτό, λαχανικό) άλλη μορφή του ραπανάκι, υποκοριστικό του ρεπάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεπανάκι
|