ραβδομύωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδομύωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhabdomyoma < αρχαία ελληνική ῥάβδος + μῦς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδομύωμα ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Rhabdomyoma στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδομύωμα