Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράμπα οι ράμπες
      γενική της ράμπας των (ραμπών)
    αιτιατική τη ράμπα τις ράμπες
     κλητική ράμπα ράμπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ράμπα για αμαξίδια σε πεζοδρόμιο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράμπα < γαλλική rampe

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράμπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία