Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρπολιστής οἱ πυρπολισταί
      γενική τοῦ πυρπολιστοῦ τῶν πυρπολιστῶν
      δοτική τῷ πυρπολιστ τοῖς πυρπολισταῖς
    αιτιατική τὸν πυρπολιστήν τοὺς πυρπολιστάς
     κλητική ! πυρπολιστά πυρπολισταί
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρπολιστής < πυρπολέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piɾ.po.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρ‐πο‐λι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρπολιστής αρσενικό