πυρομεταλλουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρομεταλλουργία < (αντιδάνειο) μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrometallurgy < πῦρ (πυρο-) + μεταλλουργία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρομεταλλουργία θηλυκό
- (χημεία, ορυκτολογία) ειδική θερμική κατεργασία και τεχνική, εξαγωγής μετάλλων από μεταλλεύματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρομεταλλουργία
|