Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρομαγνητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυρομαγνητικ
ός
η
πυρομαγνητικ
ή
το
πυρομαγνητικ
ό
γενική
του
πυρομαγνητικ
ού
της
πυρομαγνητικ
ής
του
πυρομαγνητικ
ού
αιτιατική
τον
πυρομαγνητικ
ό
την
πυρομαγνητικ
ή
το
πυρομαγνητικ
ό
κλητική
πυρομαγνητικ
έ
πυρομαγνητικ
ή
πυρομαγνητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυρομαγνητικ
οί
οι
πυρομαγνητικ
ές
τα
πυρομαγνητικ
ά
γενική
των
πυρομαγνητικ
ών
των
πυρομαγνητικ
ών
των
πυρομαγνητικ
ών
αιτιατική
τους
πυρομαγνητικ
ούς
τις
πυρομαγνητικ
ές
τα
πυρομαγνητικ
ά
κλητική
πυρομαγνητικ
οί
πυρομαγνητικ
ές
πυρομαγνητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυρομαγνητικός
< ({π|πυρο-}})
πυρομαγνητισμός
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πυρομαγνητικός, -ή, -ό
(
φυσική
,
γεωλογία
) ο σχετικός με πυρομαγνητισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρομαγνητικός