πυρομαγνητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρομαγνητισμός < πυρ πυρο- + μαγνητισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρομαγνητισμός αρσενικό,
- (φυσική, γεωλογία, αστρονομία) μαγνητισμός, που παράγεται από πυροηλεκτρικά φαινόμενα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρομαγνητισμός
|