πυρομαγνητισμός
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυρομαγνητισμός < πυρ (πυρός) + μαγνητισμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυρομαγνητισμός αρσενικό,
- (φυσική), (γεωλογία), (αστρονομία): μαγνητισμός, που παράγεται από πυροηλεκτρικά φαινόμενα.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυρομαγνητισμός