Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυριδοξίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πυριδοξίν
η
οι
πυριδοξίν
ες
γενική
της
πυριδοξίν
ης
των
πυριδοξιν
ών
αιτιατική
την
πυριδοξίν
η
τις
πυριδοξίν
ες
κλητική
πυριδοξίν
η
πυριδοξίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυριδοξίνη
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυριδοξίνη
θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυριδοξίνη