↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυκνότης αἱ πυκνότητες
      γενική τῆς πυκνότητος τῶν πυκνοτήτων
      δοτική τῇ πυκνότητ ταῖς πυκνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πυκνότητ τὰς πυκνότητᾰς
     κλητική ! πυκνότης πυκνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυκνότητε
γεν-δοτ τοῖν  πυκνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνότης < πυκνό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυκνότης, -ητος θηλυκό

  1. πυκνότητα, στερεότητα
  2. συχνότητα
  3. (μεταφορικά) ευφυία, πανουργία