πρόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόφυλλο | τα | πρόφυλλα |
γενική | του | πρόφυλλου | των | πρόφυλλων |
αιτιατική | το | πρόφυλλο | τα | πρόφυλλα |
κλητική | πρόφυλλο | πρόφυλλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρόφυλλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόφυλλο
|