Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτοσέλιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πρωτοσέλιδ
ο
τα
πρωτοσέλιδ
α
γενική
του
πρωτοσέλιδ
ου
των
πρωτοσέλιδ
ων
αιτιατική
το
πρωτοσέλιδ
ο
τα
πρωτοσέλιδ
α
κλητική
πρωτοσέλιδ
ο
πρωτοσέλιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτοσέλιδο
<
ουδέτερο
του
πρωτοσέλιδος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρωτοσέλιδο
ουδέτερο
αυτό που βρίσκεται στην
πρώτη
σελίδα
ή η ίδια η
πρώτη
σελίδα
ενός
εντύπου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πρωτοσέλιδος
,
πρώτος
και
σελίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοσέλιδο
γαλλικά
:
première
(fr)
page
(fr)
,
une
(fr)