πρωτοπλασμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτοπλασμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική protoplasmique < γερμανική Protoplasma < αρχαία ελληνική πρῶτος + πλάσμα
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πρωτοπλασμικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με το πρωτόπλασμα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοπλασμικός
|