πρωτοδεσμίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.to.ðeˈzmi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐δε‐σμί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοδεσμίτης αρσενικό (θηλυκό πρωτοδεσμίτισσα)
- (εκπαίδευση) μαθητής της τρίτης λυκείου στην Ελλάδα που είχε επιλέξει να εξεταστεί στην πρώτη δέσμη μαθημάτων στις πανελλήνιες εξετάσεις, με προσανατολισμό τις σχολές θετικών επιστημών και τα πολυτεχνεία
- ※ Άλλωστε, μπορεί τελικά να διέπρεψε ως φυσικός και για ένα μικρό διάστημα να πάλευε και στα φροντιστήρια να διδάξει τις χάρες της βαρύτητας σε νυσταλέους πρωτοδεσμίτες, αλλά στην πολιτική τα αρχαία ελληνικά του φάνηκαν χρησιμότατα.
- Μαρίλη Μαργωμένου, «Ο πολυμήχανος κ. “Τέλης” και … ο Τσαμπίκος», Η Καθημερινή.gr (5 Απριλίου 2009)· πρόσβαση: 2022-06-11.
- ※ Άλλωστε, μπορεί τελικά να διέπρεψε ως φυσικός και για ένα μικρό διάστημα να πάλευε και στα φροντιστήρια να διδάξει τις χάρες της βαρύτητας σε νυσταλέους πρωτοδεσμίτες, αλλά στην πολιτική τα αρχαία ελληνικά του φάνηκαν χρησιμότατα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοδεσμίτης
|