Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοδεσμίτισσα οι πρωτοδεσμίτισσες
      γενική της πρωτοδεσμίτισσας των πρωτοδεσμιτισσών
    αιτιατική την πρωτοδεσμίτισσα τις πρωτοδεσμίτισσες
     κλητική πρωτοδεσμίτισσα πρωτοδεσμίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοδεσμίτισσα < πρωτοδεσμίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.to.ðeˈzmi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐δε‐σμί‐τισ‐σα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοδεσμίτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία