πρωτεπιστάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτεπιστάτης αρσενικό
- (θρησκεία) ο πρώτος από τα τέσσερα μέλη της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτεπιστάτης
|