Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτοεπιστάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πρωτοεπιστάτ
ης
οι
πρωτοεπιστάτ
ες
γενική
του
πρωτοεπιστάτ
η
των
πρωτοεπιστατ
ών
αιτιατική
τον
πρωτοεπιστάτ
η
τους
πρωτοεπιστάτ
ες
κλητική
πρωτοεπιστάτ
η
πρωτοεπιστάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτοεπιστάτης
<
πρωτο-
+
επιστάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρωτοεπιστάτης
αρσενικό
(
θρησκεία
)
άλλη μορφή
του
πρωτεπιστάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοεπιστάτης
→
δείτε
τη λέξη
πρωτεπιστάτης