↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πρωκτολόγος οι πρωκτολόγοι
      γενική του/της πρωκτολόγου των πρωκτολόγων
    αιτιατική τον/την πρωκτολόγο τους/τις πρωκτολόγους
     κλητική πρωκτολόγε πρωκτολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωκτολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική proctologist[1] + -ος ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική proctologue[1] < αρχαία ελληνική πρωκτός + λέγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωκτολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πρωκτολόγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)