ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προώριος τὸ προώριον
      γενική τοῦ/τῆς προωρίου τοῦ προωρίου
      δοτική τῷ/τῇ προωρί τῷ προωρί
    αιτιατική τὸν/τὴν προώριον τὸ προώριον
     κλητική ! προώριε προώριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προώριοι τὰ προώρι
      γενική τῶν προωρίων τῶν προωρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς προωρίοις τοῖς προωρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προωρίους τὰ προώρι
     κλητική ! προώριοι προώρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προωρίω τὼ προωρίω
      γεν-δοτ τοῖν προωρίοιν τοῖν προωρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προώριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

προώριος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)