προώριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | προώριος | τὸ | προώριον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | προωρίου | τοῦ | προωρίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | προωρίῳ | τῷ | προωρίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | προώριον | τὸ | προώριον | ||
κλητική ὦ! | προώριε | προώριον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | προώριοι | τὰ | προώριᾰ | ||
γενική | τῶν | προωρίων | τῶν | προωρίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | προωρίοις | τοῖς | προωρίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | προωρίους | τὰ | προώριᾰ | ||
κλητική ὦ! | προώριοι | προώριᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προωρίω | τὼ | προωρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προωρίοιν | τοῖν | προωρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προώριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπροώριος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που πέθανε πρόωρα, πρόωρος
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 7.211, @scaife.perseus
- καὶ Σεμέλης διʼ ἔρωτα προώριος αἰετὸς ἔπτη
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 33.53, @scaife.perseus
- Κωδώνην τʼ ἀγόρευε προώριον· αἰδομένη δὲ
- ≈ συνώνυμα: πρόωρος
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 7.211, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- προώριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.