Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προωστήριος η προωστήρια το προωστήριο
      γενική του προωστήριου της προωστήριας του προωστήριου
    αιτιατική τον προωστήριο την προωστήρια το προωστήριο
     κλητική προωστήριε προωστήρια προωστήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προωστήριοι οι προωστήριες τα προωστήρια
      γενική των προωστήριων των προωστήριων των προωστήριων
    αιτιατική τους προωστήριους τις προωστήριες τα προωστήρια
     κλητική προωστήριοι προωστήριες προωστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προωστήριος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική propulsif

  Επίθετο επεξεργασία

προωστήριος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία