προωστήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προωστήριος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική propulsif
Επίθετο
επεξεργασίαπροωστήριος, -α, -ο
- (τεχνολογία, μηχανολογία) ταυτόσημο με τη λέξη προωστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προωστήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)