προτύπωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προτύπωση | οι | προτυπώσεις |
γενική | της | προτύπωσης* | των | προτυπώσεων |
αιτιατική | την | προτύπωση | τις | προτυπώσεις |
κλητική | προτύπωση | προτυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προτύπωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προτύπω(σις) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈit.po.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐τύ‐πω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροτύπωση θηλυκό
- (χριστιανισμός, θρησκεία) πρόσωπο ή γεγονός που προαναγγέλλει κάτι μελλοντικό
Συγγενικά
επεξεργασία- προεκτύπωση (στην πληροφορική)
- και δείτε: προ-, τυπώνω, τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτύπωση
|
Πηγές
επεξεργασία- προτύπωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)