προσωπολατρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωπολατρία < πρόσωπ(ο) + -ο- + -λατρία ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) personality cult)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσωπολατρία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωπολατρία
προσωπολατρία θηλυκό