Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσωποκεντρισμός οι προσωποκεντρισμοί
      γενική του προσωποκεντρισμού των προσωποκεντρισμών
    αιτιατική τον προσωποκεντρισμό τους προσωποκεντρισμούς
     κλητική προσωποκεντρισμέ προσωποκεντρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσωποκεντρισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) η θεώρηση ότι η έννοια του προσώπου είναι η σημαντικότερη στο Σύμπαν
    δείτε και ανθρωποκεντρισμός
  2. (πολιτική) η εστίαση σε πρόσωπο ή πρόσωπα, στον ηγέτη και όχι στην κομματική ιδεολογία
     συνώνυμα: προσωποκρατία

  Μεταφράσεις επεξεργασία