προσωποκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσωποκεντρισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η θεώρηση ότι η έννοια του προσώπου είναι η σημαντικότερη στο Σύμπαν
- δείτε και ανθρωποκεντρισμός
- (πολιτική) η εστίαση σε πρόσωπο ή πρόσωπα, στον ηγέτη και όχι στην κομματική ιδεολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσωποκεντρισμός