↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωποκρατία οι προσωποκρατίες
      γενική της προσωποκρατίας των προσωποκρατιών
    αιτιατική την προσωποκρατία τις προσωποκρατίες
     κλητική προσωποκρατία προσωποκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωποκρατία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική personalism, πρόσωπ(ο) + -ο- + -κρατία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσωποκρατία θηλυκό

  1. απόδοση υπέρτατης αξίας στα πρόσωπα
  2. (θρησκεία) εστίαση στο πρόσωπο του θεού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία