Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρωποκεντρισμός οι ανθρωποκεντρισμοί
      γενική του ανθρωποκεντρισμού των ανθρωποκεντρισμών
    αιτιατική τον ανθρωποκεντρισμό τους ανθρωποκεντρισμούς
     κλητική ανθρωποκεντρισμέ ανθρωποκεντρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωποκεντρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική anthropocentrism < anthropocentrique + -isme. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + κέντρ(ο) + -ισμός [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρωποκεντρισμός αρσενικό

Ο άκρατος ανθρωποκεντρισμός που χαρακτηρίζει τις μονοθεϊστικές θρησκείες τις στρέφει πολλές φορές μακριά από την αγάπη για τη φύση και τα άλλα όντα της πλάσης.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία