προσυναπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσυναπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπροσυναπτικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται πριν τη σύναψη ως προς την κατεύθυνση του νευρικού μηνύματος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσυναπτικός