Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσελκύσιμος η προσελκύσιμη το προσελκύσιμο
      γενική του προσελκύσιμου της προσελκύσιμης του προσελκύσιμου
    αιτιατική τον προσελκύσιμο την προσελκύσιμη το προσελκύσιμο
     κλητική προσελκύσιμε προσελκύσιμη προσελκύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσελκύσιμοι οι προσελκύσιμες τα προσελκύσιμα
      γενική των προσελκύσιμων των προσελκύσιμων των προσελκύσιμων
    αιτιατική τους προσελκύσιμους τις προσελκύσιμες τα προσελκύσιμα
     κλητική προσελκύσιμοι προσελκύσιμες προσελκύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσελκύσιμος < προσέλκυση + -ιμος

  Επίρρημα επεξεργασία

προσελκύσιμος[1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προσελκύσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)