↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσγεγραμμένη οι προσγεγραμμένες
      γενική της προσγεγραμμένης των προσγεγραμμένων
    αιτιατική την προσγεγραμμένη τις προσγεγραμμένες
     κλητική προσγεγραμμένη προσγεγραμμένες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
προσγεγραμμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής προσγεγραμμένος του ρήματος προσγράφω, κατά την ελληνιστική έκραση «τό ι προσγεγράψεται» (το ι θα γραφτεί στο πλάι)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσγεγραμμένη θηλυκό

  • (γραμματική, στην γραφή αρχαίων ελληνικών και παλαιών κειμένων) ι (γράμμα γιώτα) των καταχρηστικών διφθόγγων που γράφεται δίπλα στα κεφαλαία Α, Η, Ω κι όχι από κάτω, όπως η υπογεγραμμένη
    ※  παράδειγμα γραφής αρχαίου ελληνικού κειμένου:
    ι δ’ ἡμέρᾳ ταῦτα κατειργάσατο, ἔπεμψε Θεόπομπον τὸν Μιλήσιον λῃστὴν εἰς Λακεδαίμονα ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα, ὃς ἀφικόμενος τριταῖος ἀπήγγειλε (Ξενοφώντος Ελληνικά (2, 30), στο ※  ebooks.edu.gr· πρόσβαση: 2020-07-25)
    (με πεζό αρχικό και χρήση υπογεγραμμένης) δ' ἡμέρᾳ ταῦτα κατειργάσατο […] (στη Βικηθήκη)
    ※  ΕΝ ΤΩι ΑΘΗΝΗΣΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩι
    (με πεζά και χρήση υπογεγραμμένης) Ἐν τ Ἀθήνησι Πανεπιστημί

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συχνά, η προσγεγραμμένη γράφεται ως υπογεγραμμένη: αντί Αι

→ και δείτε Παράρτημα:Γραμματοσειρές (ελληνικά)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
προσγεγραμμένη: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

προσγεγραμμένη

  Αναφορές

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία