Δείτε επίσης: προγράφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσγράφω < αρχαία ελληνική προσγράφω < πρός + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική zuschreiben)

προσγράφω (παθητική φωνή: προσγράφομαι)

  1. γράφω επιπλέον, προσθέτω
     συνώνυμα:: συνεκτιμώ, συνυπολογίζω
    ※  Το δικό μου αμάρτημα -και πείσμα- είναι ότι, χωρίς ν' ανήκω στους πρώτους, αρνήθηκα να συμμορφωθώ με τους δεύτερους πιστεύοντας ότι αυτά που κατά κανόνα είναι απαγορευμένα σ΄ένα νόμιμο δοκιμιογράφο, επειδή αποτελούν τεκμήρια κακού ύφους, σ’ έναν ποιητή που θέλει, οπουδήποτε και αν μετατοπίζεται, να μένει εκείνος που πραγματικά είναι, μπορεί όχι μόνο να του συγχωρεθούν, αλλά ίσως-ίσως και να προσγραφούν στο ενεργητικό του. (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά)
  2. γράφω δίπλα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσγράφω < πρός + γράφω

προσγράφω

  1. γράφω επιπλέον, προσθέτω
  2. Τά προσγεγραμμένα: όροι που προστίθενται σε συνθήκη