προσγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσγράφω < αρχαία ελληνική προσγράφω < πρός + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική zuschreiben)
Ρήμα
επεξεργασίαπροσγράφω (παθητική φωνή: προσγράφομαι)
- γράφω επιπλέον, προσθέτω
- ≈ συνώνυμα:: συνεκτιμώ, συνυπολογίζω
- ※ Το δικό μου αμάρτημα -και πείσμα- είναι ότι, χωρίς ν' ανήκω στους πρώτους, αρνήθηκα να συμμορφωθώ με τους δεύτερους πιστεύοντας ότι αυτά που κατά κανόνα είναι απαγορευμένα σ΄ένα νόμιμο δοκιμιογράφο, επειδή αποτελούν τεκμήρια κακού ύφους, σ’ έναν ποιητή που θέλει, οπουδήποτε και αν μετατοπίζεται, να μένει εκείνος που πραγματικά είναι, μπορεί όχι μόνο να του συγχωρεθούν, αλλά ίσως-ίσως και να προσγραφούν στο ενεργητικό του. (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά)
- γράφω δίπλα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσγράφω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροσγράφω