συνεκτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνεκτιμώ (παθητική φωνή: συνεκτιμώμαι)
- συμπεριλαμβάνω ένα στοιχείο στην εκτίμηση ενός πράγματος, καθώς προσπαθώ να διαμορφώσω άποψη για κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- συνεκτίμηση
- → δείτε τις λέξεις συν, εκτιμώ και τιμή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνεκτιμάω - συνεκτιμώ | συνεκτιμούσα | θα συνεκτιμάω - συνεκτιμώ | να συνεκτιμάω - συνεκτιμώ | συνεκτιμώντας | |
β' ενικ. | συνεκτιμάς | συνεκτιμούσες | θα συνεκτιμάς | να συνεκτιμάς | συνεκτίμα - συνεκτίμαγε | |
γ' ενικ. | συνεκτιμάει - συνεκτιμά | συνεκτιμούσε | θα συνεκτιμάει - συνεκτιμά | να συνεκτιμάει - συνεκτιμά | ||
α' πληθ. | συνεκτιμάμε - συνεκτιμούμε | συνεκτιμούσαμε | θα συνεκτιμάμε - συνεκτιμούμε | να συνεκτιμάμε - συνεκτιμούμε | ||
β' πληθ. | συνεκτιμάτε | συνεκτιμούσατε | θα συνεκτιμάτε | να συνεκτιμάτε | συνεκτιμάτε | |
γ' πληθ. | συνεκτιμάν(ε) - συνεκτιμούν(ε) | συνεκτιμούσαν(ε) | θα συνεκτιμάν(ε) - συνεκτιμούν(ε) | να συνεκτιμάν(ε) - συνεκτιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνεκτίμησα | θα συνεκτιμήσω | να συνεκτιμήσω | συνεκτιμήσει | ||
β' ενικ. | συνεκτίμησες | θα συνεκτιμήσεις | να συνεκτιμήσεις | συνεκτίμα - συνεκτίμησε | ||
γ' ενικ. | συνεκτίμησε | θα συνεκτιμήσει | να συνεκτιμήσει | |||
α' πληθ. | συνεκτιμήσαμε | θα συνεκτιμήσουμε | να συνεκτιμήσουμε | |||
β' πληθ. | συνεκτιμήσατε | θα συνεκτιμήσετε | να συνεκτιμήσετε | συνεκτιμήστε | ||
γ' πληθ. | συνεκτίμησαν συνεκτιμήσαν(ε) |
θα συνεκτιμήσουν(ε) | να συνεκτιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνεκτιμήσει | είχα συνεκτιμήσει | θα έχω συνεκτιμήσει | να έχω συνεκτιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνεκτιμήσει | είχες συνεκτιμήσει | θα έχεις συνεκτιμήσει | να έχεις συνεκτιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνεκτιμήσει | είχε συνεκτιμήσει | θα έχει συνεκτιμήσει | να έχει συνεκτιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνεκτιμήσει | είχαμε συνεκτιμήσει | θα έχουμε συνεκτιμήσει | να έχουμε συνεκτιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνεκτιμήσει | είχατε συνεκτιμήσει | θα έχετε συνεκτιμήσει | να έχετε συνεκτιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνεκτιμήσει | είχαν συνεκτιμήσει | θα έχουν συνεκτιμήσει | να έχουν συνεκτιμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεκτιμώ
|